συστέλλεται

συστέλλεται
συστέλλω
draw together
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • отъходити — ОТЪХО|ДИТИ 1 (251), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Уходить, удаляться: къ вама хромии влекѹщесѧ. и скачюще ѡтъход˫ать. Стих 1156–1163, 74 об.; по се(м) ѿходи(т) къ деснѣи сторонѣ ст҃ы˫а трѧпезы. сирѣ(ч). на ѹжьнѹю сторонѹ. УСт к. XII, 263; ѥгда же ли пакы кого… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άργιλος — Πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από την απόθεση των πιο λεπτομερών υλικών που αιωρούνται μέσα στο νερό. Αυτά τα πάρα πολύ μικρά τεμαχίδια προέρχονται από την αποσάθρωση διαφόρων πετρωμάτων, που περιέχουν κυρίως ένυδρα πυριτικά ορυκτά του… …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • εντροπαλός — και ντροπαλός, ή, ό (Μ ἐντροπαλός, ή, ό(ν)) αυτός που ντρέπεται και συστέλλεται εύκολα, φοβισμένος, συνεσταλμένος («κόρη (ε)ντροπαλή» «εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή», Σολωμ.). Επίρρ. (ε)ντροπαλά με συστολή, συνεσταλμένα, φοβισμένα …   Dictionary of Greek

  • εχινόδερμα — (echinoderma). Φύλο ασπόνδυλων ζώων αποκλειστικά θαλάσσιων, με ποικίλη εξωτερική μορφή. Τα ενήλικα άτομα έχουν πεντακτινωτή συμμετρία, η οποία επιτρέπει την εσωτερική διαίρεση του ζώου σε πέντε τμήματα κατά τους κύριους άξονες του σώματος. Η… …   Dictionary of Greek

  • καθελκτήρας — ο ανατ. ο μυς τού σώματος ο οποίος, όταν συστέλλεται, έλκει προς τα κάτω το μόριο εκείνο τού σώματος που βρίσκεται κάτω απ αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθέλκω. Η λ., στον λόγιο τ. καθελκτήρ, μαρτυρείται από το 1836 στον Δημήτριο Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • μετάπτωση — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπίπτω. Ξαφνική μεταβολή θέσης ή κατάστασης. (Αστρον.). Η ελκτική δύναμη του Ήλιου, καθώς ενεργεί επί του άξονα περιστροφής της Γης, επειδή το μήκος της ισημερινής διαμέτρου της Γης είναι μεγαλύτερο από τη… …   Dictionary of Greek

  • πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με …   Dictionary of Greek

  • πιεζομετρία — Η μελέτη της συμπεριφοράς των στερεών και των υγρών όταν υποβάλλονται σε πίεση. Είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι τόσο στα στερεά όσο και στα υγρά, η συστολή, που προκαλείται με τη συμπίεση, είναι τόσο μικρή ώστε σε πολλές πρακτικές εφαρμογές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”